Σήκω από πάνω μου – Μια βιβλιοπρόταση του Γιώργου Τσιβελέκου

Το Σήκω από πάνω μου (εκδ. Μεταίχμιο, 2023) δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα, είναι ένα ψυχογράφημα μιας γυναίκας από τα παιδικά της ακόμα χρόνια έως τα τριάντα της. Είναι ένα ψυχογράφημα μιας γυναίκας που βίωσε την απώλεια από πολύ μικρή, με πρώτη αυτήν της μητέρας της όταν ήταν δεκατριών χρονών, και που δεν πήρε την αγάπη που της άξιζε ή τουλάχιστον δεν της εκδηλώθηκε έτσι όπως θα έπρεπε μέσα στο οικογενειακό της πλαίσιο. Είναι ένα ψυχογράφημα μιας γυναίκας που στη συνέχεια κακοποιήθηκε.

Το συγκεκριμένο βιβλίο κερδίζει βαθμιαία τον αναγνώστη, όσο προχωράει η ανάγνωση. Γενικά, ίσως δυσκολευτεί να εγκλιματιστεί στην αρχή, μιας και πολύ συχνά για κάθε γεγονός γίνεται και μια βουτιά στην ψυχοσύνθεση της ηρωίδας, της Νίνας. Αυτό, όμως, είναι που το καθιστά ξεχωριστό και δεν πρέπει να θεωρείται αρνητικό στοιχείο, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό που καταφέρνει η συγγραφέας. Με απροσδόκητες περιγραφές, μεταφορές, παρομοιώσεις και εικόνες μάς μεταδίδει σε πλήρη βαθμό τις ανάλογες αισθήσεις και την ατμόσφαιρα που επικρατεί. Σε πολλά σημεία η γραφή της είναι αναμφίβολα λυρική και ποιητική.

Από την απώλεια του δίδυμου αδερφού της Νίνας, του Χρίστου, και έπειτα ο αναγνώστης γίνεται πλέον ένα με τη Νίνα, παρόλο που δεν έχουμε και πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρά μόνον στο τελευταίο κεφάλαιο, αλλά τριτοπρόσωπη. Ο τρόπος που περιγράφεται ο πόνος της απώλειας και η σύνδεση που είχε η Νίνα με τον αδερφό της είναι μοναδικός. Όπως μοναδικός είναι και ο τρόπος που μας παρουσιάζεται η κακοποίηση που θα βιώσει από τον Λούσιαν, έναν άντρα στον οποίο θα τη σπρώξει ο πατέρας της για οικονομικά συμφέροντα.

Υπάρχουν αρκετά βιβλία που αφορούν την έμφυλη βία, αλλά τα περισσότερα είναι γεγονός πως είτε υπερβάλλουν με πολύ σκληρές σκηνές είτε μένουν στην επιφάνεια. Στο Σήκω από πάνω μου, όμως, η Λίνα Βαρότση καταφέρνει να δώσει το κακοποιητικό πλαίσιο με έναν πολύ αληθοφανή τρόπο, καθώς διατηρεί ένα μέτρο όσον αφορά τη σκληρότητα και τη δείχνει μόνο όπου χρειάζεται και παράλληλα μας δείχνει πόσο απλά μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο και πώς γίνεται “αποδεκτό” από το ίδιο το θύμα. Η έλλειψη αγάπης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αδυναμία ανεξαρτητοποίησης, ίσως η κατά βάθος θέληση αυτοτιμωρίας για τον άδικο χαμό του δίδυμού της, οι τύψεις και οι ενοχές, χωρίς όμως να φταίει η Νίνα, όπως θα αποδειχτεί, ο φόβος και η ταπείνωση που δημιουργείται από τον Λούσιαν και η επιβολή της δύναμής του είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που την κρατούν αιχμάλωτη σε αυτήν τη νοσηρή σχέση. Ο Λούσιαν συχνά θα την κάνει να νιώθει ότι φταίει εκείνη με τη συμπεριφορά της και το ντύσιμό της για ό,τι της συμβαίνει, κι αυτό πάλι είναι ένα πραγματικό χαρακτηριστικό που έχουν αυτοί οι δράστες, καθώς έχουν την τάση να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και να επιρρίπτουν τις ευθύνες στα ίδια τα θύματα. Κάτι άλλο που θα δούμε είναι η έλλειψη γυναικείας αλληλεγγύης αλλά και γενικότερης ενσυναίσθησης και ευαισθητοποίησης από άτομα που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν.

Ωστόσο, η Νίνα θα βρει τη δύναμη να πολεμήσει αυτό το σκοτεινό τέρας μεταφορικά και κυριολεκτικά και μένει ο αναγνώστης να ανακαλύψει αν θα βγει νικήτρια ή χαμένη. Μένει να δει τις συνέπειες. Μένει να δει αν η Νίνα θα καταφέρει να βρει ξανά την ελευθερία της, την ψυχική της ηρεμία, αλλά και αν θα καταφέρει να ενωθεί ξανά με την οικογένειά της και γενικότερα να φτιάξει και πάλι τη ζωή της ή μάλλον να καταφέρει να τη φτιάξει για πρώτη φορά…

Ποια ήταν τα κουτορνίθια, άραγε; Η γυναίκα του υπογείου που κατέληξε στο χώμα μια μέρα όταν το καθίκι ήπιε δυο νταμιτζάνες παραπάνω; Το κορίτσι στο μετρό, με το μωρό στην αγκαλιά, που του φίλαγε τα δαχτυλάκια και τα έβαζε στο πρόσωπό της μη δουν το πρησμένο της μάτι; Όλες αυτές που άκουγαν «μην τον προκαλείς», «μην αντιμιλάς», «κι αν φύγεις, πού θα πας;» γιατί όσο και να πεις, έφταιγαν κι αυτές, κάτι θα έκαναν για να σηκώσει ο άλλος το χέρι του, σωστά; Αλλιώς γιατί δεν έφευγαν;

Να πήγαιναν πού; Σε πατεράδες που θα ντρόπιαζαν; Στις αδερφές τους που τις αποκαλούσαν ξεφτιλισμένες, και πουτάνες; Στους γείτονες που έβλεπαν τους μώλωπες και γύριζαν από την άλλη;

©2024 Γιώργος Τσιβελέκος
Λογοτέχνης – Επιμελητής βιβλίων – Αρθρογράφος

Γιώργος Τσιβελέκος

ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ - ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ Ο Γιώργος Τσιβελέκος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1997 (τοξότης). Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία με κατεύθυνση Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει κάνει μεταπτυχιακό στο αντικείμενο της Δημιουργικής Γραφής του τομέα Λογοτεχνίας και Γλωσσολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο με τη σύμπραξη του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Για δύο χρόνια διετέλεσε μέλος της οργανωτικής επιτροπής των σεμιναρίων «Έγκλημα και Κινηματογράφος» του Εργαστηρίου Αστεακής Εγκληματολογίας. Επαγγελματικά ασχολείται με μια χειρωνακτική εργασία και την επιμέλεια-διόρθωση βιβλίων. Ποιήματα, διηγήματα, καθώς και κάποια από τα βιβλία του έχουν διακριθεί και βραβευτεί σε έγκριτους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Με τα διηγήματα «Μια λέξη... χίλιες εικόνες» (Μια εικόνα... 2.000 λέξεις, ΧΕΝ Παιανίας, 2024), «Απρίλιος 2037 μ.Χ.» (Στιγμές έμπνευσης, τόμος Ι, Κέφαλος, 2024) και «Η κληρονομιά» (Ταξίδια από χαρτί, Skillbox, 2019), καθώς επίσης και με το χριστουγεννιάτικο παραμύθι «Μόνος στο σπίτι τα Χριστούγεννα» (Η ανθολογία των Χριστουγέννων, τόμος Ι, Κέφαλος, 2023) έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες. Κατά καιρούς, δημοσιεύονται ποιήματα και άρθρα του σε διάφορους ιστότοπους. Το Official Music Video «Η πιο όμορφη εικόνα» έχει σαν κατακλείδα το ομώνυμο ποίημά του. Εργογραφία: • Ο μικρός δασοφύλακας, Κέφαλος, 2024 • Παραμένων έρωτας, Sueño Books, 2024 • Ποιήματα σαν μπονσάι / 192 χαϊκού + 8 τάνκα, Sueño Books, 2023 • Οι τρεις μικροί Άι Βασίληδες, Ελκυστής, 2022 • Έρως νικημένε μάχαν, Οσελότος, 2022 •Ο επιμένων έρωτας νικά, Οσελότος, 2021.